Γυριστά

Γυριστά
Οικισμός (99 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιλόπη — Ονομασία θηλαστικών μηρυκαστικών υποοικογενειών των βοοειδών, μεταξύ των οποίων και η υποοικογένεια αντιλοπίνες. Σε αυτήν ανήκουν η α. και η γαζέλα. Το μέγεθός τους ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το γένος· το ύψος τους στο ακρώμιο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • γυριστός — ή, ό (Μ γυριστός, ή, όν) 1. θολωτός 2. περιστροφικός νεοελλ. 1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος 2. ελικοειδής, στριφτός 3. «γυριστό κλειδί» αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… …   Dictionary of Greek

  • κώθων — Στρατιωτικό ποτήρι από άργιλο μετρίου μεγέθους, κατά την αρχαιότητα. Όσα ήταν κατασκευασμένα από μέταλλο χρησίμευαν ως αφιερώματα στους ναούς. Οι κ. τους οποίους χρησιμοποιούσαν στον στρατό είχαν το θολό κίτρινο χρώμα που είχε και το νερό που… …   Dictionary of Greek

  • νυχάτος — η, ο 1. αυτός που έχει νύχια γυριστά, γαμψά: Πετεινός νυχάτος, νυχοποδαράτος, περπατεί καικρίνει τη δικαιοσύνη (αίνιγμα). 2. το ουδ. ως ουσ., νυχάτο είδος, ποικιλία σταφυλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυχοποδαράτος — η, ο αυτός που έχει γυριστά νύχια στα πόδια: Πετεινός νυχάτος, νυχοποδαράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”